- πάροικος
- Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε από τον Ν. Ποτήρη. Το πρώτο φύλλο του κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 1953 και το τελευταίο του στις 24 Ιανουαρίου 1961.
* * *ο / πάροικος, -ον, ΝΜΑως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα (α. «οι Έλληνες πάροικοι τής Αιγύπτου» β. «ἔφυγε Μωϋσῆς... καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν γῇ Μαδιάμ», ΚΔ)νεοελλ.1. στον πληθ. οι πάροικοιοι ενορίτες2. ο κάτοικοςαρχ.1. αυτός που κατοικεί δίπλα ή κοντά σε κάποιον, ο γείτονας, ο γειτονικός (πόλεις πάροικοι Θρηκίων ἐπαύλων», Αισχύλ.)2. ξένος, αλλοδαπός («οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλά συμπολίται ἁγίων», ΚΔ)3. αυτός που κατοικεί κάποιου πρόσκαιρα, προσωρινά («ξένος καὶ πάροικος ἐπὶ γῆς δεικνύμενος», Μηναί.)4. ο μέτοικος5. ο άποικος6. στον πληθ. όσοι ήταν εγκατεστημένοι σε καλλιεργούμενα χωρία ως μικρέμποροι και τεχνίτες, δεν ασκούσαν όμως τη γεωργία, αλλά ήταν βοηθοί τών γεωργών7. ως ουσ. οικοδίαιτος δούλος, βοηθός, υπηρέτης («πάροικος ἱερέως, ἤ μισθωτός, οὐ φάγεται ἅγια», ΠΔ)8. παροιμ. «Ἀττικός πάροικος» — λεγόταν για ανήσυχο γείτονα (Αριστοτ.)9. φρ. «πάροικος πόλεμος» — ο πόλεμος κατά τών γειτόνων (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + οἶκος (πρβλ. κάτ-οικος)].
Dictionary of Greek. 2013.